- εκκενωτής
- ο1. αυτός που εκκενώνει («εκκενωτής βόθρων»)2. όργανο για εκκένωση τών ηλεκτρικών συμπυκνωτών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκκενωτής — ο 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την εκκένωση ορισμένων χώρων (π.χ. βόθρων). 2. (φυσ.), όργανο με το οποίο γίνεται η εκκένωση των ηλεκτρικών συμπυκνωτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… … Dictionary of Greek
αδειαστής — ο [αδειάζω] αυτός που αδειάζει κάτι από το περιεχόμενό του, ο εκκενωτής … Dictionary of Greek